κοκκυβόας

κοκκυβόας
κοκκυβόας, ὁ (Α)
φρ. «κοκκυβόας ὄρνις» — πετεινός, κόκορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκυ + -βόας (< βοῶ), πρβλ. αυλο-βόας, ταυρο-βόας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… …   Dictionary of Greek

  • κοκκοβόας — κοκκοβόας, ὁ (Α) βλ. κοκκυβόας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”